- έκτριψη
- η (Α ἔκτριψις)1. βίαιη τριβή2. καταστροφή, όλεθρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτρίψῃ — ἐκτρίψηι , ἔκτριψις violent friction fem dat sg (epic) ἐκτρί̱ψῃ , ἐκτρίβω rub out aor subj mid 2nd sg ἐκτρί̱ψῃ , ἐκτρίβω rub out aor subj act 3rd sg ἐκτρί̱ψῃ , ἐκτρίβω rub out fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκτριβή — ἐκτριβή, η (AM) 1. έκτριψη 2. βίαιη τριβή 3. καταστροφή, όλεθρος … Dictionary of Greek